- ακρομεγαλία
- η(ιατρ.), ανάπτυξη των χεριών και των ποδιών πάνω από το κανονικό μέγεθος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακρομεγαλία — Ασθένεια που οφείλεται σε υπερβολική έκκριση σωματοτρόπου ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου σε όλους τους ιστούς, τους μυς, τα οστά κλπ., ιδιαίτερα όμως στα ακραία τμήματα των χεριών, των ποδιών και … Dictionary of Greek
ακρομεγαλικός — ή, ό [ακρομεγαλία] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ακρομεγαλία 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από ακρομεγαλία … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
μεγαλακρία — η η ακρομεγαλία … Dictionary of Greek
Μαρί, Πιερ — (Pierre Marie, Παρίσι 1853 – Πραντέ 1940). Γάλλος νευρολόγος. Υπήρξε ο πρώτος που περιέγραψε την κλινική εικόνα πολυάριθμων παθολογικών καταστάσεων, ανάμεσα στις οποίες το σύνδρομο Μ. Μπάμπεργκερ, η παρεγκεφαλιδική κληρονομική αταξία, το σύνδρομο … Dictionary of Greek
ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… … Dictionary of Greek